- τρίρρυμος
- τρί-ρρῡμος, ον,A with three poles, i. e. with four horses abreast,
τέλη A.Pers.47
(anap.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τέλη A.Pers.47
(anap.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρίρρυμος — ον, Α φρ. «τρίρρυμα τέλη» άρματα με τρεις ρυμούς, δηλαδή με τέσσερα άλογα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ρρυμος (< ῥυμός «τιμόνι, χαλινάρι»), πρβλ. οκτά ρρυμος] … Dictionary of Greek
τρίρρυμα — τρίρρῡμα , τρίρρυμος with three poles neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)